- Κυπριακά
- Κυπριακόςneut nom/voc/acc plΚυπριακά̱ , Κυπριακόςfem nom/voc/acc dualΚυπριακά̱ , Κυπριακόςfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κυπριακά Γράμματα — Λογοτεχνικό περιοδικό της Κύπρου, που εκδιδόταν στη Λευκωσία (1934 56). Το περιοδικό διηύθυνε από το 1948 ο Νίκος Κρανιδιώτης. Στο περιοδικό καταχωρήθηκαν συνεργασίες σημαντικών λογοτεχνών της Κύπρου, της Ελλάδας και του απόδημου ελληνισμού.… … Dictionary of Greek
Κυπριακάς — Κυπριακά̱ς , Κυπριακός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CYPRIA seu CYPRIACA — Graece Κύπρια, nomen Carminis, cuius auctor incertus: urpote quibusdam ad Stasinum, aliis ad Hegesiam Salaminium, nonnullis ad Homerum, illud referentibus, uti narrat Photius de Proclo. Homeri certe τὰ Κύπρια ἔπη esse, negat Herodorus, l. 2. ea… … Hofmann J. Lexicon universale
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Μουσείο Ιστορίας του Κυπριακού Νομίσματος — Στεγάζεται σε ένα μικρό χώρο του ισογείου στο κτίριο διοίκησης της Τράπεζας Κύπρου (Στασίνου 51, Αγία Παρασκευή Λευκωσίας). Η πλούσια συλλογή παρουσιάζεται σε εννέα ιστορικές ενότητες, που συνοδεύονται από ενημερωτικά κείμενα. Τα νομίσματα… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κανελλοπούλου — Η συλλογή του Παύλου και της Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου στεγάζεται από το 1976 σε ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο του τέλους του 19ου αι. στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης (οδός Θεωρίας & Πανός, Πλάκα). Αυτή η πολύ σημαντική συλλογή έργων τέχνης… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λάρνακας (Κύπρου), Επαρχιακό — Η συλλογή του μουσείου (Πλατεία Καλογραιών, Λάρνακα), που χτίστηκε το 1969 και εκτίθεται με χρονολογική σειρά σε τέσσερις αίθουσες, περιλαμβάνει ευρήματα από την ευρύτερη περιοχή της Λάρνακας, η οποία είχε κατοικηθεί πολύ πριν από την ίδρυση της… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Μεσαιωνικό Λεμεσού (Κύπρου) — Η παλαιότερη αναφορά του κάστρου της Λεμεσού, το 1228, αφορά κατά πάσα πιθανότητα ένα παλαιό βυζαντινό κάστρο ή κάποιο άλλο που το αντικατέστησε κατά την πρώιμη περίοδο της Φραγκοκρατίας. Τη σημερινή του μορφή έλαβε μετά την οριστική κατάληψη της … Dictionary of Greek